-
1 apart
(separated by a certain distance: The trees were planted three metres apart; with his feet apart; Their policies are far apart; She sat apart from the other people.) σε απόσταση μεταξύ τους, χώρια- come apart
- take apart
- tell apart -
2 let alone
(not to mention; without taking into consideration: There's no room for all the adults, let alone the children.) χώρια, χωρίς να λογαριάσουμε -
3 separates
[-rə ]noun plural (garments (eg jerseys, skirts, trousers, blouses, shirts) that can be worn together in varying combinations.) συνδυαζόμενα ρούχα(που φοριούνται και μαζί και χώρια) -
4 to say nothing of
(as well as; and in addition: When her mother comes to stay with us, she brings all her clothes with her, to say nothing of her three dogs.) χώρια,άσε πια -
5 Height
subs.P. and V. ὕψος, τό.Of persons: P. and V. μέγεθος,Heights, high ground: P. ὑψηλὰ χωρία, τὰ μετέωρα, P. and V. τὰ ἄκρα.Eminence, high rank: P. and V. ἀξίωμα, τό, τιμή, ἡ.Highest point, met.: P. and V. ἀκμή, ἡ, ἄκρον, τό.Be at its height, v.: P. and V. ἀκμάζειν.Come to such a height (of folly, etc.): P. and V. εἰς τοσοῦτο (or τοσόνδε or τόδε) μωρίας ἀφικνεῖσθαι.It is the height of folly to go to war: P. πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι (Thuc. 2, 61).The height of madness: P. ὑπερβολὴ μανίας.You are come to the height of suffering: V. ἥκεις συμφορᾶς πρὸς τοὔσχατον (Eur., Or. 447).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Height
-
6 Highlands
subs.P. and V. τὰ ἄκρα, P. ὑψηλὰ χωρία, τὰ μετέωρα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Highlands
-
7 Uplands
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Uplands
См. также в других словарях:
χώρια — ΝΜ επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά νεοελλ. 1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα») 2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους β) «χώρια τα τσανάκια μας» ζούμε ή εργαζόμαστε ή,… … Dictionary of Greek
χώρια — επίρρ. τροπ. 1. χωριστά, ξεχωριστά, ιδιαίτερα: Παντρεύτηκε και μένει χώρια απ τους γονείς του. 2. εκτός, πλην: Είναι τριάντα χρονών, χώρια τα καλοκαίρια. 3. παροιμ., «όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια», για κείνους που είναι κάπου, αλλά δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρία — χωρίον place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σ(υ)χώρια — η, Ν βλ. σ(υ)χώριο … Dictionary of Greek
Δύο Χωριά — Ημιορεινός οικισμός (υψομ. 440 μ., 51 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τήνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
χωρί' — χωρία , χωρίον place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek